Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Δεκαεπτά κλωστές
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
07-11-2023 19:14
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Πρωτότυπο, Διασκεδαστικό, Διδακτικό
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
05-03-2023 04:55
Υπέρ  Ενδιαφέρον
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
12-01-2023 19:29
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Γρήγορο
Κατά  
Στις 23 Αυγούστου 1909 έγινε στα Κύθηρα ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα και ο Πάνος Δημάκης, αναπλάθοντας μυθιστορηματικά τον δράστη, την οικογένειά του, τον περίγυρό του, το νησί του, κατέγραψε με συναρπαστικό τρόπο όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που συνέβαλαν στην ψυχική του κατάπτωση. Είναι μια πραγματική ιστορία που συνέβη στα Κύθηρα πριν από έναν αιώνα και αποτελεί πληγή ακόμη και σήμερα για το νησί, με δοξασίες, θρύλους και ντόπιες μαντινάδες, με την προφορική κληρονομιά που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά όπου οι γονείς απειλούν τα άτακτα παιδιά με τον Λαγωνάρη, όπως ήταν το πραγματικό παρωνύμι του θύτη, όλα αυτά να δείχνουν το μέγεθος του αντίκτυπου στην τοπική κοινωνία. Ο συγγραφέας άλλαξε τα ονόματα με σεβασμό στις οικογένειες των θυμάτων αλλά και του θύτη και κατάφερε με έρευνες και μαρτυρίες να ανασυνθέσει σωστά την εποχή και τους ανθρώπους, να σμιλέψει όσους από αυτούς υπήρχαν και να δημιουργήσει νέους ώστε να φωτίσει τις έννοιες που ελλόχευαν μέσα του όταν πρωτοάκουσε και όσο δούλευε αυτήν τη φρικτή ιστορία. Δε θα γράψω εδώ λεπτομέρειες για το φονικό, γιατί κι εγώ ξεκίνησα το μυθιστόρημα χωρίς να γνωρίζω κάτι, με αποτέλεσμα η φρίκη και η ανατριχίλα να με διαπερνούν όλο και περισσότερο από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, οπότε ας μη χαλάσω την αναγνωστική έκπληξη!

Το μυθιστόρημα αρχίζει μ’ έναν εντυπωσιακό πρόλογο, στον οποίο το γεφύρι στην Ξεροσοβάλα μας αφηγείται πόσοι και πόσοι το διέσχισαν ανά τους αιώνες, κάτι που το γεμίζει με την πείρα και τη γνώση τού να ξέρει ποιος αλαφροπατάει, ποιος έχει έγνοιες και ποιος είναι δαίμονας σωστός, να, σαν αυτόν τον άντρα που κοχλάζει από θυμό: «Στέναζε κάτω από το βάρος του οδοιπόρου και της δαιμονικής συντροφιάς του και παρακαλούσε να περάσει γρήγορα και να εξαφανιστεί… ας μην ξαναπερνούσε από δω, να μην υπέμενε άλλη μια φορά το γεφύρι το φορτίο της ψυχής αυτού του περαστικού, γιατί έτρεμε ότι θα διαλυθεί» (σελ. 14). Κι η γέφυρα εμφανίζεται ξανά απρόσμενα στη συνέχεια: «Οι γέφυρες είναι σοφές. Όλες έχουν τη σοφία της πέτρας, ακόμα και οι φρεσκοχτισμένες, γιατί έχουν δει χιλιάδες ανθρώπους μες στους αιώνες και ξέρουν ότι θα δουν άλλους τόσους. Η πέτρα γνωρίζει τα πάντα γιατί υπήρχε εδώ πριν τους ανθρώπους» (σελ. 91-92). Ο Καστελάνης λοιπόν: «Άφηνε τη μία όχθη για να φτάσει στην άλλη με όλο και λιγότερη λογική» (σελ. 14). Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο άνθρωπος (ή μήπως θηρίο; ) και πού πάει, τι τον έκανε να γεμίσει θυμό και αποφασιστικότητα; «Η φιγούρα του Καστελάνη ήταν πλέον σαν ένα μαύρο νήμα που κρεμόταν από τον ουρανό, μια κλωστή που έτρεμε σαν να καίγεται» (σελ. 16). Κι η ιστορία ξεκινάει, γυρνώντας μας πίσω στο 1907.

Ο Αντώνης Γερακίτης ή Καστελάνης καταγόταν από οικογένεια αρχοντάνθρωπων που δεν είχαν αίμα ευγενών αλλά θύμιζαν ιδιοκτήτες μεσαιωνικών κάστρων, εξ ου και το παρατσούκλι, όλοι τους μια γενιά σαν κλωστή που τους ενώνει με τους αιώνες «φτιαγμένη από χιλιάδες ίνες ανεπιτήδευτης ευγένειας» (σελ. 23). Ζούσε στα Αρωνιάδικα με πατέρα τσαγκάρη, σε μια εποχή που το νησί, με την Ενετοκρατία ακόμη να επηρεάζει γλώσσα, ήθη, ρούχα και εικόνες, ζει την belle epoque του, οπότε, θέλοντας να βελτιωθεί στην τέχνη του τσαγκάρη, πηγαίνει στη Χώρα για να μαθητέψει δίπλα στον αξεπέραστο τεχνίτη Δέρκο. Αδρά σκιαγραφημένοι είναι και οι γονείς του, με τη μητέρα προσγειωμένη και ρεαλίστρια, αλλά με φιλοδοξίες για καλύτερη ζωή, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε ακρότητες («αυτή η τύχη μου έλαχε, με αυτήν θα πορευτώ»), και με τον πατέρα δουλευταρά και λίγο πιο αισιόδοξο. Θέλουν κι οι δυο τους να φύγει το παιδί από κοντά τους, να αντρειωθεί, να προκόψει, να κάνει την οικογένειά του και τον στηρίζουν σε αποφάσεις κι επιλογές που κάνει, κάτι πρωτόγνωρο ή έστω δύσκολο για την αγροτική κοινωνία της εποχής. Ταυτόχρονα, στα Φράτσια, ζει η Άννα Καμπίτη με την εντελώς αντίθετη φυσιογνωμικά και συμπεριφορικά αδερφή της, Ρόζα, σα να είναι από άλλες γενιές η κάθε μια. Η μεγαλύτερη Ρόζα με κορμί και ομορφιά νέας κοπέλας αλλά μυαλό σαραντάρας, με έμφυτη τάση να κοιτάζει διερευνητικά και με ευθύτητα, να πετάει αιχμές και ανήλεα σχόλια, κάτι που της δημιούργησε κακό όνομα στην τοπική κοινωνία, έχει στο μυαλό της ένα σωρό ξεπερασμένες ιδέες, απόρροια της οπισθοδρομικής μητέρας τους. Από την άλλη, η Άννα είναι προσεκτική κι ενάρετη, συμμορφώνεται με τις νουθεσίες και τις διαταγές των γονιών της και να που συναντάει τον Αντώνη σ’ ένα πανηγύρι κι ερωτεύονται. Η Ρόζα βλέπει ότι σπάει η σειρά παντρειάς, καταλαβαίνει πως θα μείνει στο ράφι κι έτσι γεμίζει θυμό, μίσος, κακία και δηλητήριο για την τύχη της αδερφής της,

Δεν έχουμε όμως μόνο τις οικογένειες των δύο νέων αλλά και χαρακτήρες που προχωράνε την πλοκή παρακάτω, με την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους, όπως ο Τζώρτζης Σκαλέρης που ζει στο Κατούνι, έμπορος με παντοπωλείο στο κέντρο του χωριού, επιχειρηματίας που έχει επεκτείνει το εμπόρευμα σε τέτοιο βαθμό που η ποικιλία του να απειλεί τα άλλα μαγαζιά αλλά δεν τον νοιάζει, έχει γίνει πλέον άπληστος. Είναι παντρεμένος με την Αντζολέτα, μια γυναίκα που γεννήθηκε φτωχή αλλά τώρα έχει οικονομική άνεση και φυσικά λατρεύει το χρήμα και μαζί θα αποτελέσουν και την αρχή του τέλους. Έχουμε επίσης την καθημερινότητα του Βρετού και της Ανθής Βιλάνου, ενός ζευγαριού που ζει με τα πεθερικά της Ανθής και τα τρία τους παιδιά, χωράφι και μαντρί εκείνος, το νοικοκυριό εκείνη, τι γλυκός ο μικρόκοσμος που ζωντανεύει κυρίως σε αυτές τις σελίδες, πόσο διεισδυτική η ματιά του συγγραφέα και πόσο προσεγμένη η γραφή του, πόσες όμορφες εικόνες φέρνει στο φως, πώς στήνει ένα νοικοκυριό που είναι χαρούμενο κι ευτυχισμένο με όσα έχει: «Μια τυπική μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Με την τέρψη των μικρών στιγμών που αθροίζονται στο τέλος της μέρας και σχηματίζουν αυτό που λένε ευτυχία, αφού πρώτα σπρώξουν την εξάντληση και τις μικροστενοχώριες και τις θάψουν στο μαλακό έδαφος» (σελ. 166). Κι αυτή η ομορφιά χάνεται σχεδόν αυτόματα όταν διαπιστώνεις πως ο ρόλος των Βιλάνων είναι άκρως τραγικός στο κείμενο!

Όλα ξεκινάνε λοιπόν σα μια κλασική ιστορία αγάπης που τρανώνεται όπως παντού εκείνη την εποχή κι έχουμε διαβάσει σε όλα τα σχετικά μυθιστορήματα. Προκομένοι νέοι, σεβαστικές οικογένειες, κρυφές ματιές στον χορό, προξενιά… Μόνο που η μοίρα φέρνει τούμπα τη ζωή όλων και συνεπακόλουθα το μυθιστόρημα, οπότε συνέχιζα να διαβάζω με κομμένη ανάσα, μαθαίνοντας για πλεκτάνες, για την κακή δύναμη του κουτσομπολιού, για όλα αυτά τα κύματα που πήγαν κι έπνιξαν τον Αντώνη, για τον Πειραιά, για τις ατυχίες που εξακολουθούσαν να τον κυνηγούν, για τον θυμό που μάζευε μέσα του κάθε φορά που κάτι του συνέβαινε. Και πόση ανατριχίλα αναδύεται από το σημείο-μηδέν που ξεκινάει το καθαυτό δράμα, που σπάει η ψυχή, που λυγίζει, που μεταμορφώνεται το πρόβατο σε αιμοβόρο τέρας! Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από χαρακτήρες, κάποιοι εκ των οποίων δε διστάζουν να καταστρέψουν τη φήμη και τη ζωή όποιου βάλουν στο μάτι μεταδίδοντας ακρίτως όσα κουτσομπολιά σκορπίζουν τεχνηέντως άλλοι φυσιολογικοί άνθρωποι σαν αυτούς, νοικοκύρηδες και ηθικοί. Τι τραγικότητα να χάνεται αυτή η ομορφιά μέσα στην κακοδαιμονία και τον φθόνο κι εξαιτίας όλων αυτών μια ψυχή να μαυρίζει όλο και περισσότερο! Προς τιμήν του, ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει από τον στενό κύκλο του δράστη ούτε εξαπλώνει το κείμενό του τήδε κακείσε, παρά επικεντρώνεται στην καθαυτή ιστορία και στους παράγοντες που έφεραν το ειδεχθές τέλος. Καλοκαιρινές, Φράτσια, Κατούνι, Αρωνιάδικα, Πιτσινιάνικα, Αλοϊζιάνικα, ένας δοκιμασμένος τόπος, με τις γυναίκες, αχ, πάντα οι γυναίκες, να είναι οι ηρωίδες του καθημερινού μόχθου («Οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή ωχριούσαν μπροστά στα κατορθώματα αυτών των ηρωίδων στο περιβόλι, τον αργαλειό και την κουζίνα», σελ. 164) γιατί: «Αυτές είχαν πιο πολλούς περιορισμούς και περισσότερους ρόλους να εκπληρώσουν: κόρες, σύζυγοι, μητέρες» (σελ. 51).

Η συγγραφική τέχνη του Πάνου Δημάκη δίνει αφειδώς λυρικές και προσεγμένες περιγραφές του τόπου, των χωριών, των σπιτιών, των δρόμων, των πλατειών, των κατοίκων: «..όσο οι κοκκινωπές σφαίρες της χαράς κυλούσαν μέσα στα καλάθια των χωριατισσών κι ύστερα συνθλίβονταν για να σταλάξουν το δώρο του γλεντιού…» (σελ. 41). Όλη η γεωγραφία του νησιού των Κυθήρων είναι στολισμένη με προσεγμένα καλολογικά αλλά και ρεαλιστικά στοιχεία. Ο συγγραφέας εντρυφεί ακόμη και στις γενικότερες κοινωνικές αντιλήψεις περί γάμου, αμωμίας κλπ. οι οποίες και φυσικά καταστρατηγούνται από κάποια ασυγκράτητα νιάτα, άλλωστε το νησί είναι της Αφροδίτης, όπως και η Κύπρος, μόνο που: «Αυτόν τον [αγνό] έρωτα αδημονούσαν οι νεαρές Κυθήριες δεσποινίδες να νιώσουν, παρόλο που η Κύπρια ξαδέρφη της δικιάς τους Αφροδίτης όλο και τους ψιθύριζε στ’ αυτί λάγνες υποσχέσεις και τις έκανε να ξεστρατίζουν στα απόμερα δασωμένα μέρη…» (σελ. 46). Με εντυπωσίασε επίσης η φροντισμένη έκδοση του βιβλίου, με την ωραία του γραμματοσειρά και το ελαφρύ χαρτί, με μια πρωτότυπη σελιδοποίηση, όπου το μαύρο κυριαρχεί στις πρώτες σελίδες, κάτι που εισάγει τον αναγνώστη από την αρχή στη σκοτεινιά της πλοκής, αλλά κι ενδιάμεσα στα κεφάλαια, τονίζοντας το ασφυκτικό περιβάλλον του δράστη και το αναπόφευκτο τέλος.

Πώς γίνεται λοιπόν αυτός ο φιλόδοξος νεαρός με τη φυσική συστολή και το μεγάλο ταλέντο της υποδηματοποιίας, ο σεβαστικός γιος, να μεταμορφωθεί σε τέρας διψασμένο για εκδίκηση; Ποιος τα έβαλε με την τιμή του και με ποιον τρόπο; Πώς μπορεί ένα σκάνδαλο να ατιμάσει για χρόνια και γενιές ολόκληρες ένα νησί; Πώς γίνεται να χειρίζεται κανείς τόσο καλά το κουτσομπολιό και τις φήμες που όχι μόνο να αναδειχθεί ήρωας αλλά να αυξήσει και τα έσοδά του; Τελικά τον πρώτο ρόλο στη ζωή μας τον έχει η μοίρα ή ο άνθρωπος; Πού σταματάει η δύναμη της μοίρας και πού αρχίζει η ανθρώπινη πρωτοβουλία; Ως πού μπορεί να φτάσει η κακεντρέχεια και ο φθόνος κάποιων για όποιον προοδεύει και δε δίνει ποτέ το παραμικρό δικαίωμα; Πόσα εγκλήματα κρύβουν άλλα εγκλήματα και πόσοι αργοπεθαίνουν παγιδευμένοι μακριά από τις επιθυμίες τους για τη φράση «τι θα πει ο κόσμος»; Να παίρνουμε τον νόμο στα χέρια μας; Ποιος πραγματικά οπλίζει το χέρι του θύτη; Τελείωσα το μυθιστόρημα μ’ ένα βάρος στην ψυχή και το μεγάλο ερώτημα να πλανιέται ακόμη μέσα μου: τελικά ποιος έφταιγε; Οι «Δεκαεπτά κλωστές» είναι ένα δυνατό και σκληρό κοινωνικό μυθιστόρημα με διεισδυτικά ψυχογραφήματα, διαχρονικά μηνύματα και μια πλήρη παράθεση γεγονότων, αίτιων και αιτιατών φωτισμένα από τη μυθιστορία και την αλήθεια αντάμα, γραμμένη με μετρημένο λυρισμό και προσεγμένη αντικειμενικότητα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
3
Το έχουν
3
Το θέλουν
5
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
2
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα